ξαναγίνομαι

ξαναγίνομαι
(αόρ. ξανάγινα) αμετ.
1) снова становиться (кем-чем-л.); 2) снова случаться, происходить; повторяться; 3) см. ξαναγεννιέμαι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξαναγίνομαι" в других словарях:

  • ξαναγίνομαι — 1. γίνομαι πάλι, επαναλαμβάνομαι («αυτό δεν ξανάγινε») 2. κατασκευάζομαι ή δημιουργούμαι πάλι 3. μεταβάλλομαι ριζικά («θωρώ και ξαναγίνηκα», Ερωτόκρ.) 4. (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («κι ο κόσμος αν ξαναγενεί, άλλο δεν κάνω ταίρι,… …   Dictionary of Greek

  • αναχλοάζω — (Α ἀναχλοάζω) νεοελλ. ξαναγίνομαι χλοερός, ξαναπρασινίζω αρχ. ξαναγίνομαι νέος …   Dictionary of Greek

  • συνανηβώ — άω, Α ξαναγίνομαι νέος, ανηβώ* μαζί με άλλον («τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ σῶμα συνανηβᾷ», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνηβῶ «ξαναγίνομαι έφηβος, είμαι στην ακμή τής νιότης μου»] …   Dictionary of Greek

  • ανανεάζω — (Α ἀνανεάζω) [νεάζω] ξαναγίνομαι νέος, ξανανιώνω …   Dictionary of Greek

  • αναφύομαι — (Α ἀναφύω κ. ομαι) μέσ. προκύπτω, παρουσιάζομαι αρχ. ενεργ. Ι. (μτβ.) 1. γεννώ πάλι 2. κάνω να φυτρώσει, να μεγαλώσει 3. δημιουργώ, παράγω II. (αμτβ.) 1. ξαναγίνομαι, ξαναφυτρώνω 2. ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι πάλι …   Dictionary of Greek

  • ανηβώ — ἀνηβῶ ( άω) (Α) [ήβη] 1. ξαναγίνομαι έφηβος 2. είμαι στην ακμή της νιότης μου …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • εξαναθάλλω — ἐξαναθάλλω (Μ) μτφ. ξαναγίνομαι θαλερός, ξανανιώνω …   Dictionary of Greek

  • μεταγίνομαι — και ματαγίνομαι (ΑM μεταγίγνομαι και μεταγίνομαι) νεοελλ. μσν. γίνομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι, αναδημιουργούμαι μσν. γίνομαι κάτι διαφορετικό αρχ. 1. γίνομαι κατόπιν 2. μεταφέρομαι, απάγομαι μακριά («Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῡ πυρὸς… …   Dictionary of Greek

  • ξαναμαλάσσομαι — [μαλάσσω] 1. πλάθομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι 2. μεταβάλλομαι ριζικά («κι όλη ξαναμαλάσσετο κι όλη ξαναγεννάτο», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ξαναφαίνομαι — (Μ ξαναφαίνομαι και ξαναφαίνω) φαίνομαι ξανά, επανεμφανίζομαι μσν. παίρνω πάλι υπόσταση, ξαναγίνομαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»